Τρίτη 28 Απριλίου 2015

ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ -ΤΑ ΧΤΑΠΟΔΑΚΙΑ -ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ

ΤΑ ΧΤΑΠΟΔΑΚΙΑ , ΠΙΘΑΝΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ 

     Η επόμενη μέρα ξημέρωσε παγερή, κρατώντας ακόμη κάτι από τη χθεσινοβραδινή ψύχρα. Όσα έγιναν στην ταβέρνα μέχρι τώρα γύριζαν στο μυαλό μου. Σκεφτόμουν αυτόν τον άμοιρο τον άνθρωπο. Το μόνο που ζητούσε ήταν λίγη συντροφιά. Αντί αυτού, είχε δεχτεί την απόρριψη όλων μας. Δεν ένιωθα καθόλου καλά με το φέρσιμό μου, μα δεν τολμούσα να το συζητήσω με τους υπόλοιπους.Αποφάσισα να βγω μια βόλτα στο λιμάνι, να πάρω λίγον αέρα, μήπως αισθανθώ καλύτερα. Μα πώς να ξεφύγει κανείς από τον ίδιο του τον εαυτό; Περπατώντας, άκουγα ψίθυρους γύρω μου. Κατά τα φαινόμενα, όλοι συζητούσαν για το ίδιο θέμα. Είχα ένα άσχημο προαίσθημα. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα, όταν συνάντησα τον ταβερνιάρη και αποφάσισα να τον ρωτήσω τι τρέχει. 
   Το προαίσθημά μου επιβεβαιώθηκε. Η είδηση για τον θάνατο του Παναγιωτάκη έσκασε σα βόμβα. Ζήτησα να μάθω περισσότερα κι εκείνος δεν αρνήθηκε. Όταν ο Παναγιωτάκης έφυγε από την ταβέρνα χτες, δε γύρισε σπίτι, στην Ευταλία, όπως τον είχε συμβουλέψει ο ταβερνιάρης. Προτίμησε να πάρει τους δρόμους μοναχός του. Καθώς πήγαινε, λοιπόν, συνάντησε κάποιους άνδρες και επιχείρησε ξανά να πιάσει την κουβέντα. Όπως ήταν φυσικό, εκείνοι του απήυθυναν μερικά « κοσμητικά», κάποιες απειλές και τον έδιωξαν, μα αυτός επέμενε. Εκείνοι τότε δεν περιορίστηκαν στις απειλές και προχώρησαν στις πράξεις. Ήταν τρεις και ήταν ένας, δεν υπήρχε ελπίδα να γλιτώσει. Τον ξυλοκόπησαν κυριολεκτικά μέχρι θανάτου και τον παράτησαν να τον φάνε τα σκυλιά. Κι όταν τους έπιασε η αστυνομία, δήλωσαν ότι του άξιζε. 
    Είχα συγκλονιστεί από αυτά που είχα ακούσει. Δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι υπάρχει τέτοια σκληρότητα στους ανθρώπους. Ευχαρίστησα τον ταβερνιάρη και τράβηξε ο καθένας τον δρόμο του. Προχωρώντας, σκεφτόμουν: πολλοί δε συμπαθούσαν τον Παναγιωτάκη και, σίγουρα, αντμετώπισαν τον θάνατό του σαν την εξολόθρευση ενός ενοχλητικού παρασίτου. Αδυνατούσα, όμως, να καταλάβω πώς γίνεται να θεωρούν ότι άξιζε τέτοιο τέλος σε έναν άνθρωπο βασανισμένο ήδη, που το μόνο που ήθελε ήταν να μοιραστεί τα χταποδάκια του...


                                                                 Μαριάννα Ρήγα , Β4, Σχολικό έτος 2014-1015

................................................................................................................................................
    Κάθισα με τους φίλους μου άλλη μια ώρα περίπου αλλά δεν είχα κέφι για να γλεντήσω γιατί όλη την ώρα σκεφτόμουν τον Παναγιωτάκη. Με βάρυνε η συνείδηση μου και ο νους μου ήταν γεμάτος ερωτήσεις όπως «γιατί δεν υπερασπίστηκα το Παναγιώτη, μονάχα λίγη παρέα ήθελε». Ήπια αυτό που απέμεινε στο ποτήρι μου και αποχαιρέτησα του συντρόφους μου. Πήρα το παλτό μου και είπα καληνύχτα στο μαγαζάτορα.
    Άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω. Κοίταξα αριστερά και δεξιά μπας και βρω το Παναγιωτάκη αλλά μάταια ήταν η προσπάθεια μου. Πήρα το δρόμο προς το σπίτι μου. Μα λίγο πιο μετά μου ήρθε η ιδέα να κάνω μια βόλτα στην πόλη και στο λιμάνι διότι είχα τη ανάγκη να σκεφτώ για τη συμπεριφορά μου με  τον εαυτό μου. Περπατώντας αρκετή ώρα πέρασα από το ορφανοτροφείο και αμέσως άκουσα κάποια κλάματα. Είδα το Παναγιώτη να κάθεται σε ένα παγκάκι και να κλαίει. Έτρεξα αμέσως προς το παγκάκι και άρχισα να μιλάω στο Παναγιωτάκη πριν φτάσω.
-Παναγιωτάκη μου γιατί κλαις;
Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του,σκούπησε τα δάκρυα του και όταν είδε το πρόσωπο μου, απάντησε ταπεινά.
-Δεν έχω τίποτα, σε ευχαριστώ πάντως.
-Σου ζητώ συγνώμη Παναγιώτη μου για όσα έκανα. Δεν ήμουν σωστός απέναντι σου. Έπρεπε να σε είχα υπερασπιστεί  τότε στη ταβέρνα αλλά σαν δειλός που είμαι…
-Εγώ σου ζητώ συγνώμη, γιατί σας χάλασα το βράδυ σας. Έπρεπε να είχα φύγει από τη πρώτη παρατήρηση που μου κάνατε.
Εκείνη τη στιγμή ένιωσα χαζός, όμως η περιέργεια μου με ανάγκασε να ρωτήσω το λόγο για τον οποίον έκλαιγε. Έβλεπα στο βλέμμα του πως δεν ήθελε να απαντήσει αλλά καθώς  ο χαρακτήρας του ήταν απλοικός, μου εξήγησε το λόγο.
-Να, βλέπεις είμαι ένα παιδί σαν αυτά από το ορφανοτροφείο. Δεν γνώρισα πότε τους δικούς μου. Με άφησαν οι γονείς μου όταν ήμουν μικρό παιδί…Κλαίω γιατί ξέρω τι νιώθουν εκείνα τα παιδιά και εγώ δεν μπορώ να προσφέρω τίποτα σε αυτά τα παιδιά παρά μόνο τη προσευχή μου προς αυτά. Μακάρι να βρουν κάποια μέρα άτομα τα οποία θα τους αγαπήσουν πραγματικά. Για μένα δεν θα υπάρχει ευκαιρία να βρω κάποιο φίλο, γιατί όλοι συνεχώς με απορρίπτουν….
   Σαν άκουσα αυτό, λύγισαν τα γόνατα μου. Άρχισα να κλαίω για τα δεινά που ζει ο Παναγιώτης. Αυτός σαν με είδε σε αυτή τη κατάσταση με αγκάλιασε. Μετά από λίγο σηκώθηκα και τον έπεισα να τον  πάρω να πάμε στη ταβέρνα. Όμως πριν φτάσουμε περάσαμε από το λιμάνι που μερικοί ψαράδες είχαν γυρίσει από το ψάρεμα και αγόρασα από αυτούς κάμποσα χταποδάκια. Στο δρόμο από το λιμάνι στη ταβέρνα μιλάγαμε συνεχώς για διάφορα θέματα. Σαν φτάσαμε στη ταβέρνα ,μετά από το περπάτημα, του πρότεινα να μπει στη παρέα μου.
     Όταν μπήκαμε στην ταβέρνα, άρχισαν να γελούν όσοι βρισκόντουσαν εκεί. Εγώ κατάλαβα πως ένιωσε ο Παναγιώτης και αμέσως επέβαλα τη σιωπή. Διέταξα στο μαγαζάτορα να ψήσει τα χταποδάκια και αυτός τρομαγμένος καθώς  ήταν το έκανε χωρίς δεύτερη σκέψη. Τότε προχωρήσαμε στο τραπέζι με τους φίλους μου και τους είπα.
-Εάν δεν δεχτείτε το Παναγιωτάκη στη παρέα τότε δεν θα σας ξαναμιλήσω ποτέ.
Όμως θα τους εξηγούσα για ποιο λόγο τους είπα αυτό. Εκείνη τη στιγμή  κατάλαβαν το λάθος τους ,κέρασαν τον Παναγιωτάκη ποτό και τσιγάρα. Όταν ήταν έτοιμα τα χταποδάκια τα φάγαμε και γλεντήσαμε ως το πρωί.
  Από τότε κατάλαβα ότι ο Παναγιώτης θα είναι ο καλύτερος μου φίλος μέχρι το τέλος της ζωής μου και τον υποδέχθηκα σαν μέλος της οικογενείας μου. Νομίζω ότι ένιωσε για πρώτη φορά αγαπητός.
Μετά από 25 χρόνια, όταν τώρα γράφω το κείμενο είμαστε ακόμα η καλύτερη φίλη και ως μάθημα για σας αναγνώστες μου είναι να μην κρίνεται τους ανθρώπους από την εμφάνιση τους γιατί κανείς δεν ξέρει τη κρύβει ο άνθρωπος στη ψυχή και ούτε ξέρουμε τη έζησε…
                                               
                                                                 Σεμπάστιαν Σαβίτσκι ,Β4, Σχολικό έτος 2014- 2015

..................................................................................................................................................................
     
   Δεν θα μπορούσα να είμαι περισσότερο λάθος. Μετά από λίγη ώρα αντιληφθήκαμε μια αναταραχή έξω. Άνθρωποι έτρεχαν προς το λιμάνι ανάστατοι και κοίταζαν το νερό με ανησυχία. Τρέξαμε όλοι έξω παρά το κρύο και τη βροχή να φούμε τι συνέβαινε. Μόλις φτάσαμε στο πλήθος, ρώτησα τον πρώτο άνθρωπο που βρήκα. Μου είπε πως κάποιος έπεσε στην θάλασσα και είχαν βουτήξει κάποια παλικάρια να τον σώσουν. Μια φοβερή υποψία άρχισε εκείνη τη στιγμή να αναδύεται στο μυαλό μου. Όταν ένα από τα παλικάρια βγήκε από το νερό, άρχισα να φοβάμαι ακόμα περισσότερο. Ακούμπησε πάνω στο τσιμέντο ένα στραπατσαρισμένο κορμί και τότε ήταν που έγινε αυτό που έτρεμα: η υποψία μου βγήκε σωστή.

   Έτρεξα αμέσως και γονάτισα δίπλα του τρεμάμενος° έτρεξα αμέσως και γονάτισα δίπλα στον Παναγιωτάκη. —"Αχ Παναγιωτάκη... Γιατί το έκανες αυτό;" Εκείνος απλώς χαμογέλασε. Μετά πήγε να πει κάτι και έσκυψα για να τον ακούσω καλύτερα. —"Έχω αφήσει τα χταποδάκια στα σκαλιά της ταβέρνας", μου είπε ξεψυχισμένα. "Βάλτε τα να τα ψήσετε, πιείτε και κρασί!"Μετά από αυτό,άφησε την τελευταία του πνοή. Με μουσκεμένα μάτια σηκώθηκα και κοίταξα τους γύρω μου. Μην μπορώντας να πω τίποτα, έσκυψα το κεφάλι και έφυγα. Πήρα τα χταποδάκια και τα πήγα στην γυναίκα του. Μόλις τα είδε κατάλαβε. Όλοι φαίνονταν συγκλονισμένοι από τα νέα, μια-δυο μέρες μετά, όμως, συνέχισαν τις ζωές του σαν να μην είχε γίνει τίποτα. Σαν να μην χάθηκε ο πιο άνθρωπος από όλους μας... Σαν να μην έδωσε τέλος στη ζωή του για να μας απαλλάξει από το βάρος της ύπαρξής του, από το βάρος της ανθρωπιάς του. Αυτά σκέφτομαι τώρα πάνω από τον τάφο σου Παναγιωτάκη... Πως όλα έγιναν για κάτι χταποδάκια...

Ηλιάνα ΤηραιδήΒ4, Σχολικό έτος 2014- 2015





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.